- επιλησμονή
- ἐπιλησμονή, ἡ (AM) (Α και ἐπιλησμονείη) [επιλήσμων]λησμονιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιλησμονή — forgetfulness fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλησμονῆς — ἐπιλησμονή forgetfulness fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλησμονήν — ἐπιλησμονή forgetfulness fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՄՈՌԱՑՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0297 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 14c գ. ἑπιλησμονή, λήθη oblivio. Մոռացումն, եւ մոռացկոտութիւն. ... *Ոչ եղեւ նա լսօղ մոռացութեան, այլ առնելի գործոյն. Յկ. ՟Ա. 25: *Դեւն մոռացութեան յառաջ քան զգերութիւնն վազէ. Եւագր. ՟Ժ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)